μυριοπληγιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριοπληγιασμένος η μυριοπληγιασμένη το μυριοπληγιασμένο
      γενική του μυριοπληγιασμένου της μυριοπληγιασμένης του μυριοπληγιασμένου
    αιτιατική τον μυριοπληγιασμένο τη μυριοπληγιασμένη το μυριοπληγιασμένο
     κλητική μυριοπληγιασμένε μυριοπληγιασμένη μυριοπληγιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριοπληγιασμένοι οι μυριοπληγιασμένες τα μυριοπληγιασμένα
      γενική των μυριοπληγιασμένων των μυριοπληγιασμένων των μυριοπληγιασμένων
    αιτιατική τους μυριοπληγιασμένους τις μυριοπληγιασμένες τα μυριοπληγιασμένα
     κλητική μυριοπληγιασμένοι μυριοπληγιασμένες μυριοπληγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυριοπληγιασμένος < μυριο- + πληγιασμένος

Επίθετο

μυριοπληγιασμένος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • μυριοπληγιασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.