μυλών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μῠλων- | |||||
| ονομαστική | ὁ | μυλών | οἱ | μυλῶνες | |
| γενική | τοῦ | μυλῶνος | τῶν | μυλώνων | |
| δοτική | τῷ | μυλῶνῐ | τοῖς | μυλῶσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | μυλῶνᾰ | τοὺς | μυλῶνᾰς | |
| κλητική ὦ! | μυλών | μυλῶνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυλῶνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυλώνοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- μύλων (σε ορισμένα χειρόγραφα των αρχαίων κειμένων)
Εκφράσεις
Παράγωγα
- μυλωνάρχης
- μυλωνικός
- μυλώνιον
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μύλη
Πηγές
- μυλών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυλών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.