μυλαίδη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυλαίδη οι μυλαίδες
      γενική της μυλαίδης των (μυλαιδών)
    αιτιατική τη μυλαίδη τις μυλαίδες
     κλητική μυλαίδη μυλαίδες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυλαίδη < (λόγιο δάνειο) αγγλική my Lady[1][2] δείτε τη Συζήτηση:μυλαίδη

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈle.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυλαίδη

Ουσιαστικό

μυλαίδη θηλυκό (αρσενικό μυλόρδος)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γεώργιος Πολυμέρης, Αγγλοελληνικοί συνήθεις και οικιακοί διάλογοι (Ερμούπολη, 1858), σ. 231.
  2. Βλ. λήμμα «μυλόρδος», στο: Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.