μυκητοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυκητοκτόνος η μυκητοκτόνος
& μυκητοκτόνα
το μυκητοκτόνο
      γενική του μυκητοκτόνου της μυκητοκτόνου
& μυκητοκτόνας
του μυκητοκτόνου
    αιτιατική τον μυκητοκτόνο τη μυκητοκτόνο
& μυκητοκτόνα
το μυκητοκτόνο
     κλητική μυκητοκτόνε μυκητοκτόνε
& μυκητοκτόνα
μυκητοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυκητοκτόνοι οι μυκητοκτόνοι
& μυκητοκτόνες
τα μυκητοκτόνα
      γενική των μυκητοκτόνων των μυκητοκτόνων των μυκητοκτόνων
    αιτιατική τους μυκητοκτόνους τις μυκητοκτόνους
& μυκητοκτόνες
τα μυκητοκτόνα
     κλητική μυκητοκτόνοι μυκητοκτόνοι
& μυκητοκτόνες
μυκητοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυκητοκτόνος < μύκητ(ας) + -ο- + -κτόνος

Επίθετο

μυκητοκτόνος, -ος, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.