μυκητοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυκητοειδής | η | μυκητοειδής | το | μυκητοειδές |
| γενική | του | μυκητοειδούς* | της | μυκητοειδούς | του | μυκητοειδούς |
| αιτιατική | τον | μυκητοειδή | τη | μυκητοειδή | το | μυκητοειδές |
| κλητική | μυκητοειδή(ς) | μυκητοειδής | μυκητοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυκητοειδείς | οι | μυκητοειδείς | τα | μυκητοειδή |
| γενική | των | μυκητοειδών | των | μυκητοειδών | των | μυκητοειδών |
| αιτιατική | τους | μυκητοειδείς | τις | μυκητοειδείς | τα | μυκητοειδή |
| κλητική | μυκητοειδείς | μυκητοειδείς | μυκητοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μυκητοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.