μυελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυελικός | η | μυελική | το | μυελικό |
| γενική | του | μυελικού | της | μυελικής | του | μυελικού |
| αιτιατική | τον | μυελικό | τη | μυελική | το | μυελικό |
| κλητική | μυελικέ | μυελική | μυελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυελικοί | οι | μυελικές | τα | μυελικά |
| γενική | των | μυελικών | των | μυελικών | των | μυελικών |
| αιτιατική | τους | μυελικούς | τις | μυελικές | τα | μυελικά |
| κλητική | μυελικοί | μυελικές | μυελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μυελός
Μεταφράσεις
μυελικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.