μπόμπιρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπόμπιρας οι μπόμπιρες
      γενική του μπόμπιρα
    αιτιατική τον μπόμπιρα τους μπόμπιρες
     κλητική μπόμπιρα μπόμπιρες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπόμπιρας < λείπει η ετυμολογία (ίσως < μπάμπουρας που ίσως είναι (ηχομιμητική λέξη))[1]

Ουσιαστικό

μπόμπιρας αρσενικό

  1. (παρωχημένο) είδος χρυσοκάνθαρου
     συνώνυμα: μπάμπουρας
  2. (γενικότερα) μικρό σκανταλιάρικο αγόρι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.