μπρούτζινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπρούτζινος | η | μπρούτζινη | το | μπρούτζινο |
| γενική | του | μπρούτζινου | της | μπρούτζινης | του | μπρούτζινου |
| αιτιατική | τον | μπρούτζινο | την | μπρούτζινη | το | μπρούτζινο |
| κλητική | μπρούτζινε | μπρούτζινη | μπρούτζινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπρούτζινοι | οι | μπρούτζινες | τα | μπρούτζινα |
| γενική | των | μπρούτζινων | των | μπρούτζινων | των | μπρούτζινων |
| αιτιατική | τους | μπρούτζινους | τις | μπρούτζινες | τα | μπρούτζινα |
| κλητική | μπρούτζινοι | μπρούτζινες | μπρούτζινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπρούτζινος → δείτε τη λέξη μπρούντζινος
Μεταφράσεις
μπρούτζινος
|
→ δείτε τη λέξη μπρούντζινος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.