μπουφάν

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Χρειάζεται έλεγχος στις μεταφράσεις Sarri.greek 15:46, 5 Ιουλίου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουφάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική bouffant (φουσκωτό κάλυμμα)
χαρακτηριστικός τύπος μπουφάν

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈfan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουφάν

Ουσιαστικό

μπουφάν ουδέτερο άκλιτο

  • (ενδυμασία) κοντό πανωφόρι το οποίο συνήθως κλείνει με φερμουάρ και είναι πιο εφαρμοστό στη μέση· μπορεί να είναι αδιάβροχο, υφασμάτινο ή δερμάτινο, να έχει επένδυση ή κουκούλα ή/και τίποτε από τα δύο και περιλαμβάνεται στην καθημερινή αλλά και στην αθλητική ενδυμασία

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • στον πληθυντικό υπάρχει και ο σπάνιος, λαϊκός τύπος μπουφάνια

Επίσης:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.