άνορακ

Νέα ελληνικά (el)

άνορακ σε σκίτσο

Ετυμολογία

άνορακ < (άμεσο δάνειο) αγγλική anorak < λέξη Εσκιμώων anoraaq[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.no.ɾak/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άνορακ

Ουσιαστικό

άνορακ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.