μπουμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουμπάς | οι | μπουμπάδες |
| γενική | του | μπουμπά | των | μπουμπάδων |
| αιτιατική | τον | μπουμπά | τους | μπουμπάδες |
| κλητική | μπουμπά | μπουμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουμπάς < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /buˈbas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐μπάς
Ουσιαστικό
μπουμπάς αρσενικό
- (λαογραφία) φάντασμα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης
- ※ ⌘ Νικόλαος Πολίτης 1852‑1921 Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού - Παραδόσεις. Τόμος 5, Μέρος Α @books.google
- Ὁ Μπουμπᾶς (Λεβαδία)
Οἱ ἀγάδες Τοῦρκοι ὅταν πέθαιναν ἐγίνονταν μπουμπάδες. ’Σ ἕνα σπίτι τῆς Λεβαδιᾶς ἐπάγαινε τὴ νύχτα ὁ Μπουμπᾶς μὲ τὸ τσιμποῦκι καὶ μὲ τὰ σαρίκια του, κ’ ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἔδινε καρέκλα, ἐκαθότανε, τοῦ πήγαινε τὸ λεγένι, τοῦ ἔρηχνε νερὸ κ’ ἐνιβότανε, τοῦ δινε τὴν πετσέττα κ’ ἐσκουπιζότανε, ἄναυε τὸ τσιμποῦκι του, ἔπινε τὸν καφέ του καὶ ἔφευγε. Ἂν δὲν τοῦ τά κανε αὐτά, τὴν ἔδερνε μὲ τὸ τσιμποῦκι.
Μεταφράσεις
μπουμπάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.