Λεβαδία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λεβαδία
      γενική τῆς Λεβαδίας
      δοτική τῇ Λεβαδί
    αιτιατική τὴν Λεβαδίαν
     κλητική ! Λεβαδία
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λεβαδία < ελληνιστική κοινή Λεβαδία < αρχαία ελληνική Λεβάδεια < Λέβαδος

Κύριο όνομα

Λεβαδία θηλυκό

  • Λιβαδιά
      καὶ ἐπεὶ ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰωάννης κατὰ τῶν Λατίνων κεχώρηκε καὶ τὴν Λεβαδίαν παραμείψας τὰς Θήβας ἐσκύλευσε, τὴν ἣν ὤδινεν οὗτος ἀπιστίαν εἰς προὖπτον προύφηνε καὶ μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν ἀποδρὰς περὶ τὸν ἀποστάτην Μιχαὴλ τὸν πατέρα τούτου ἀπῄει.
    (13ος αιώνας, Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 82, 22–26)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λεβαδί
      γενική τῆς Λεβαδίᾱς
      δοτική τῇ Λεβαδί
    αιτιατική τὴν Λεβαδίᾱν
     κλητική ! Λεβαδί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λεβαδία < αρχαία ελληνική Λεβάδεια < Λέβαδος

Κύριο όνομα

Λεβαδία θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή) Λιβαδιά
      Ἐβουλόμην δὲ πρὸς τὸν οὐκ οἶδ' ὅπως τοιαῦτα λέγοντα τοιαῦτά τινα πρεπόντως αὐτῷ ἀδολεσχῆσαι· ἆρ' οὖν οὐδέν εἰσιν οὗτοι, οὓς κατέλεξας, καὶ οὐδεμία δύναμίς ἐστιν ἐν Λεβαδίᾳ κατὰ τὸν Τροφώνιον οὐδ' ἐν Θήβαις περὶ τὸν τοῦ Ἀμφιάρεω νεὼν οὐδ' ἐν Ἀκαρνανίᾳ περὶ τὸν Ἀμφίλοχον οὐδ' ἐν Κιλικίᾳ περὶ τὸν Μόψον;
    (2ος αιώνας κε, Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 3, 35, 1–6)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.