μπουλεβάρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουλεβάρτο τα μπουλεβάρτα
      γενική του μπουλεβάρτου των μπουλεβάρτων
    αιτιατική το μπουλεβάρτο τα μπουλεβάρτα
     κλητική μπουλεβάρτο μπουλεβάρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουλεβάρτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική boulevard < ολλανδική bolwerk < bol +‎ werk

Ουσιαστικό

μπουλεβάρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.