μπετονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπετονιά οι μπετονιές
      γενική της μπετονιάς των μπετονιών
    αιτιατική την μπετονιά τις μπετονιές
     κλητική μπετονιά μπετονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπετονιά < πετονιά με ηχηροποίηση [p] > [b] από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική: την πετονιά [tin pε.tɔˈɲa] > [timbε.tɔˈɲa] > [tim bε.tɔˈɲa][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /be.toˈɲa/

Ουσιαστικό

μπετονιά θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.