μπετονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπετονιά | οι | μπετονιές |
| γενική | της | μπετονιάς | των | μπετονιών |
| αιτιατική | την | μπετονιά | τις | μπετονιές |
| κλητική | μπετονιά | μπετονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπετονιά < πετονιά με ηχηροποίηση [p] > [b] από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική: την πετονιά [tin pε.tɔˈɲa] > [timbε.tɔˈɲa] > [tim bε.tɔˈɲa][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /be.toˈɲa/
Αναφορές
- μπετονιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.