μπενζίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπενζίνα | οι | μπενζίνες |
| γενική | της | μπενζίνας | των | (μπενζινών) |
| αιτιατική | την | μπενζίνα | τις | μπενζίνες |
| κλητική | μπενζίνα | μπενζίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /benˈzi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπεν‐ζί‐να
Μεταφράσεις
μπενζίνα
|
→ δείτε τις λέξεις βενζίνη και βενζινάκατος |
Αναφορές
- μπενζίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.