βενζίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βενζίνα | οι | βενζίνες |
| γενική | της | βενζίνας | των | βενζινών |
| αιτιατική | τη | βενζίνα | τις | βενζίνες |
| κλητική | βενζίνα | βενζίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βενζίνα < ορθογραφικό δάνειο από την ιταλική benzina. Συγκρίνετε με το μπενζίνα. Δείτε και βενζίνη
Ουσιαστικό
βενζίνα θηλυκό
- η βενζίνη (το καύσιμο)
- η βενζινάκατος
- ※ Οδηγημένη από τον καπετάνιο, πήδηξε στην βενζίνα, που έφευγε για τον Πειραιά και εξαφανίστηκε! (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Μεταφράσεις
βενζίνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.