μπαφιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαφιάζω < ιταλική bafa [1] ή ονοματοποιία από τον ήχο μπαφ [2] [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈfça.zo/

Ρήμα

μπαφιάζω, πρτ.: μπάφιαζα, στ.μέλλ.: θα μπαφιάσω, αόρ.: μπάφιασα, παθ.φωνή: μπαφιάζομαι, μτχ.π.π.: μπαφιασμένος

  1. (αμετάβατο) νιώθω δυσφορία από παρατεταμένη αδράνεια ή εργασία, συνήθως διανοητική, ή άλλη κατάσταση που με κούρασε ψυχολογικά, με έκανε να βαρεθώ ή να δυσανασχετήσω
  2. (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα που προαναφέρθηκε

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπαφιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ν.Π. Ανδριώτη
  3. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.