μπαφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈfça.zo/
Ρήμα
μπαφιάζω, πρτ.: μπάφιαζα, στ.μέλλ.: θα μπαφιάσω, αόρ.: μπάφιασα, παθ.φωνή: μπαφιάζομαι, μτχ.π.π.: μπαφιασμένος
- (αμετάβατο) νιώθω δυσφορία από παρατεταμένη αδράνεια ή εργασία, συνήθως διανοητική, ή άλλη κατάσταση που με κούρασε ψυχολογικά, με έκανε να βαρεθώ ή να δυσανασχετήσω
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα που προαναφέρθηκε
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπαφιάζω | μπάφιαζα | θα μπαφιάζω | να μπαφιάζω | μπαφιάζοντας | |
| β' ενικ. | μπαφιάζεις | μπάφιαζες | θα μπαφιάζεις | να μπαφιάζεις | μπάφιαζε | |
| γ' ενικ. | μπαφιάζει | μπάφιαζε | θα μπαφιάζει | να μπαφιάζει | ||
| α' πληθ. | μπαφιάζουμε | μπαφιάζαμε | θα μπαφιάζουμε | να μπαφιάζουμε | ||
| β' πληθ. | μπαφιάζετε | μπαφιάζατε | θα μπαφιάζετε | να μπαφιάζετε | μπαφιάζετε | |
| γ' πληθ. | μπαφιάζουν(ε) | μπάφιαζαν μπαφιάζαν(ε) |
θα μπαφιάζουν(ε) | να μπαφιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπάφιασα | θα μπαφιάσω | να μπαφιάσω | μπαφιάσει | ||
| β' ενικ. | μπάφιασες | θα μπαφιάσεις | να μπαφιάσεις | μπάφιασε | ||
| γ' ενικ. | μπάφιασε | θα μπαφιάσει | να μπαφιάσει | |||
| α' πληθ. | μπαφιάσαμε | θα μπαφιάσουμε | να μπαφιάσουμε | |||
| β' πληθ. | μπαφιάσατε | θα μπαφιάσετε | να μπαφιάσετε | μπαφιάστε | ||
| γ' πληθ. | μπάφιασαν μπαφιάσαν(ε) |
θα μπαφιάσουν(ε) | να μπαφιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπαφιάσει | είχα μπαφιάσει | θα έχω μπαφιάσει | να έχω μπαφιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπαφιάσει | είχες μπαφιάσει | θα έχεις μπαφιάσει | να έχεις μπαφιάσει | έχε μπαφιασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει μπαφιάσει | είχε μπαφιάσει | θα έχει μπαφιάσει | να έχει μπαφιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπαφιάσει | είχαμε μπαφιάσει | θα έχουμε μπαφιάσει | να έχουμε μπαφιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπαφιάσει | είχατε μπαφιάσει | θα έχετε μπαφιάσει | να έχετε μπαφιάσει | έχετε μπαφιασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν μπαφιάσει | είχαν μπαφιάσει | θα έχουν μπαφιάσει | να έχουν μπαφιάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μπαφιασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μπαφιασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μπαφιασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μπαφιασμένο | |||||
Αναφορές
- μπαφιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ν.Π. Ανδριώτη
- Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.