μπαταχτσής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαταχτσής οι μπαταχτσήδες
      γενική του μπαταχτσή των μπαταχτσήδων
    αιτιατική τον μπαταχτσή τους μπαταχτσήδες
     κλητική μπαταχτσή μπαταχτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαταχτσής μπαταξής και μπατακσής< από το το τουρκικό batakçi= χρεοκόπος

Ουσιαστικό

μπαταχτσής αρσενικό (θηλυκό μπαταχτσού)

  • αυτός που δεν πληρώνει το χρέος του, αναξιόχρεος, κακοπληρωτής, χρεοκόπος.
    Με όλα αυτά η φορολογική διοίκηση μοιραία έγινε άθυρμα στην κομματική αντιπαράθεση και φθάσαμε πλέον στο σημείο να καταγγέλλεται, όχι η φοροδιαφυγή, αλλά η όποια προσπάθεια συλλογής φόρων, τους οποίους μάλιστα είχαν ήδη πληρώσει οι καταναλωτές. Το γεγονός ότι έτσι οι φόροι που συντόμως θα κληθούν να πληρώσουν οι μισθωτοί θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο, προφανώς δεν έχει σημασία μπροστά στις ψήφους που μπορεί να έλθουν από τους «μπαταχτσήδες». (Εφημερίδα Το Βήμα, 26/8/2012)

Συγγενικά

  • μπαταξηλίκι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.