μπαταξού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαταξού | οι | μπαταξούδες |
| γενική | της | μπαταξούς | των | μπαταξούδων |
| αιτιατική | την | μπαταξού | τις | μπαταξούδες |
| κλητική | μπαταξού | μπαταξούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαταξού < μπαταξ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.taˈksu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐τα‐ξού
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπατακτσής
μπαταξού
|
→ δείτε τη λέξη μπατακτσού |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.