μπαρμπούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαρμπούνι | τα | μπαρμπούνια |
| γενική | του | μπαρμπουνιού | των | μπαρμπουνιών |
| αιτιατική | το | μπαρμπούνι | τα | μπαρμπούνια |
| κλητική | μπαρμπούνι | μπαρμπούνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Mullus surmuletus
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπαρμπούνι ουδέτερο
Συνώνυμα
- τρίγλη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.