μπαρμπέρικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαρμπέρικο | τα | μπαρμπέρικα |
| γενική | του | μπαρμπέρικου | των | μπαρμπέρικων |
| αιτιατική | το | μπαρμπέρικο | τα | μπαρμπέρικα |
| κλητική | μπαρμπέρικο | μπαρμπέρικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαρμπέρικο < μπαρμπέρης
- στα κυπριακά: παρπερκόν, παρπερειόν
- στα ποντιακά: περπερείον
- στα μεσαιωνικά ελληνικά: μπαρμπερεῖον
Μεταφράσεις
μπαρμπέρικο
|
→ δείτε τη λέξη κουρείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.