μπαρμπερεῖον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μπαρμπερεῖον < μπαρμπέρ(ης) + ‑εῖον

Ουσιαστικό

μπαρμπερεῖον ουδέτερο

  • κουρείο
      17ος αιώνας Γεώργιος Βουστρώνιος, Διήγησις Κρονίκας Kύπρου - Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος 2, σελ.541
    Καὶ ὁ Κουέττος ἐπῆγεν εἰς τὸ παρπερίο καὶ ἐπαρπερεύγετον, καὶ ὁ Τριστᾶς ἐπῆγεν καὶ ηὗρέν τον· καὶ ὡς γίον ἐπαρπερεύγετον, ἐπῆρεν τὴν σκαρτζήναν καὶ εκόψεν τὴν κεφαλὴν τοῦ Κουέττου,
    ΣτΕ: To 1485, ο Tristan de Giblet σκοτώνει κάποιον άντρα (με όνομα: Κουέττος/Kouettos) στη Βενετία. Καταζητείται και διαφεύγει. Τριστᾶς, ή Τριστάν τε Ζηπλέτ (σ.540)[1]

  • μπαρμπερειόν
  • μπαρμπερειό
  • παρπερεῖον
  • παρπερεῖο
  • παρπερίον, παρπερίο

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Hill, Sir George Francis. (2010). A History of Cyprus, τόμος 3, p.739, Cambridge University Press.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.