παρπερκόν
Κυπριακά (el-cyp)
Ετυμολογία
- παρπερκόν < → λείπει η ετυμολογία
- παρπερειόν
- στα μεσαιωνικά ελληνικά: μπαρμπερεῖον
- στα ποντιακά: περπερείον
- στα νέα ελληνικά: μπαρμπέρικο
Πηγές
- παρπερκόν @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.