μπαρίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαρίστας οι μπαρίστες
      γενική του μπαρίστα των μπαριστών
    αιτιατική τον μπαρίστα τους μπαρίστες
     κλητική μπαρίστα μπαρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρίστας < μπαρ + -ίστας

Ουσιαστικό

μπαρίστας αρσενικό

  • (επάγγελμα) που εργάζεται σε μπαρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.