μποστανάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποστανάκι τα μποστανάκια
      γενική του μποστανακιού των μποστανακιών
    αιτιατική το μποστανάκι τα μποστανάκια
     κλητική μποστανάκι μποστανάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μποστανάκι < μποστάνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

μποστανάκι ουδέτερο

  1. μικρό μποστάνι
  2. μικρό χωράφι, καλλιεργούμενο με λαχανικά

Συνώνυμα

  • μπαξεδάκι (ναξιακή και ευρύτερη νησιώτικη διάλεκτο)
  • κηπαλάκι (κρητική διάλεκτο)
  • περβολάκι (ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.