μπανανόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπανανόψωμο | τα | μπανανόψωμα |
| γενική | του | μπανανόψωμου | των | μπανανόψωμων |
| αιτιατική | το | μπανανόψωμο | τα | μπανανόψωμα |
| κλητική | μπανανόψωμο | μπανανόψωμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φέτες μπανανόψωμου
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπανανόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) ψωμί ή κέικ από πολτοποιημένες μπανάνες
- ※ Οι δυο τους κάθονταν στη βεράντα της Άνα... κι έτρωγαν μπανανόψωμο που είχε φτιάξει η κοπέλα της Άνα. (Γιαναγκιχάρα, Χάνια. (2016) Λίγη ζωή. Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη.)
Μεταφράσεις
μπανανόψωμο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.