μπαμπακόνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαμπακόνημα τα μπαμπακονήματα
      γενική του μπαμπακονήματος των μπαμπακονημάτων
    αιτιατική το μπαμπακόνημα τα μπαμπακονήματα
     κλητική μπαμπακόνημα μπαμπακονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαμπακόνημα < μπαμπακό- + νήμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.baˈcο.ni.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαμπακόνημα

Ουσιαστικό

μπαμπακόνημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.