μπαλένα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαλένα οι μπαλένες
      γενική της μπαλένας των μπαλενών
    αιτιατική την μπαλένα τις μπαλένες
     κλητική μπαλένα μπαλένες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαλένα < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) ιταλική balena < αρχαία ελληνική φάλαινα

Ουσιαστικό

μπαλένα θηλυκό και μπανέλα

  1. ελαστικά υποκατάστατα δοντιών σε ορισμένα είδη φάλαινας
    οι μπαλένες δεν επιτρέπουν στο πλαγκτόν να φύγει από το στόμα της φάλαινας
  2. έλασμα κατασκευασμένο από τα δόντια αυτά (1) ή από άλλο σκληρό υλικό
    πήγαινε στο ψιλικατζίδικο και πάρε μου δυο μπαλένες για πουκάμισο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.