μπαλένα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαλένα | οι | μπαλένες |
| γενική | της | μπαλένας | των | μπαλενών |
| αιτιατική | την | μπαλένα | τις | μπαλένες |
| κλητική | μπαλένα | μπαλένες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαλένα < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) ιταλική balena < αρχαία ελληνική φάλαινα
Ουσιαστικό
μπαλένα θηλυκό και μπανέλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.