μπανέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπανέλα | οι | μπανέλες |
| γενική | της | μπανέλας | των | μπανελών |
| αιτιατική | την | μπανέλα | τις | μπανέλες |
| κλητική | μπανέλα | μπανέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπανέλα < μπαλένα (αντιμετάθεση λ και ν)
Μεταφράσεις
μπανέλα
|
→ δείτε τη λέξη μπαλένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.