μπαγιονέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαγιονέτα οι μπαγιονέτες
      γενική της μπαγιονέτας των μπαγιονετών
    αιτιατική την μπαγιονέτα τις μπαγιονέτες
     κλητική μπαγιονέτα μπαγιονέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαγιονέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική baionetta < γαλλική baïonette < Bayonne (Μπαγιόν)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.ʝoˈne.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαγιονέτα

Ουσιαστικό

μπαγιονέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.