σεξουλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεξουλιάρης οι σεξουλιάρηδες
      γενική του σεξουλιάρη των σεξουλιάρηδων
    αιτιατική τον σεξουλιάρη τους σεξουλιάρηδες
     κλητική σεξουλιάρη σεξουλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεξουλιάρης < σέξουαλ + -ιάρης

Ουσιαστικό

σεξουλιάρης αρσενικό, θηλυκό σεξουλιάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.