μπάμπω
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπάμπω | ||
| γενική | της | μπάμπως | ||
| αιτιατική | την | μπάμπω | ||
| κλητική | μπάμπω | |||
| Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈba.bo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐μπω
Ουσιαστικό
μπάμπω θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο) ηλικιωμένη γυναίκα
- (λαογραφία, γαστρονομία) παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο έδεσμα της Θράκης
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μπάμπω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.