μουστέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουστέλα | οι | μουστέλες |
| γενική | της | μουστέλας | των | μουστελών |
| αιτιατική | τη | μουστέλα | τις | μουστέλες |
| κλητική | μουστέλα | μουστέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουστέλα < ιταλική mustella (συγγενές με το mus) < πρωτοϊταλική *mūstrā
Ουσιαστικό
μουστέλα θηλυκό
- (ζωολογία, θηλαστικό ζώο) γένος θηλαστικών της οικογένειας μουστελίδες (mystelidae)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.