μουστέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουστέλα οι μουστέλες
      γενική της μουστέλας των μουστελών
    αιτιατική τη μουστέλα τις μουστέλες
     κλητική μουστέλα μουστέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουστέλα < ιταλική mustella (συγγενές με το mus) < πρωτοϊταλική *mūstrā

Ουσιαστικό

μουστέλα θηλυκό

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.