μουσικοσυνθέτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσικοσυνθέτρια οι μουσικοσυνθέτριες
      γενική της μουσικοσυνθέτριας των μουσικοσυνθετριών
    αιτιατική τη μουσικοσυνθέτρια τις μουσικοσυνθέτριες
     κλητική μουσικοσυνθέτρια μουσικοσυνθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσικοσυνθέτρια < μουσικοσυνθέτης + -τρια

Προφορά

ΔΦΑ : /mu.si.ko.sinˈθe.tɾi.a/

Ουσιαστικό

μουσικοσυνθέτρια θηλυκό

Συνώνυμα

  • μουσικοσυνθέτις (λόγιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.