μουρμούρω
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουρμούρω | οι | μουρμούρες |
| γενική | της | μουρμούρως | των | μουρμούρων |
| αιτιατική | τη | μουρμούρω | τις | μουρμούρες |
| κλητική | μουρμούρω | μουρμούρες | ||
| Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
μουρμούρω < μεσαιωνική ελληνική μουρμούρω, ηχομιμητική λέξη
Μεταφράσεις
μουρμούρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.