κρεβατομουρμούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρεβατομουρμούρα | οι | κρεβατομουρμούρες |
| γενική | της | κρεβατομουρμούρας | — | |
| αιτιατική | την | κρεβατομουρμούρα | τις | κρεβατομουρμούρες |
| κλητική | κρεβατομουρμούρα | κρεβατομουρμούρες | ||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κρεβατομουρμούρα θηλυκό
- τα συνεχή και κουραστικά παράπονα ή γκρίνιες που εκφράζει ο ένας σύζυγος στον άλλο στο κρεβάτι, την ώρα που έχουν ξαπλώσει για να κοιμηθούν για βράδυ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.