μουντζούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουντζούρης | οι | μουντζούρηδες |
| γενική | του | μουντζούρη | των | μουντζούρηδων |
| αιτιατική | τον | μουντζούρη | τους | μουντζούρηδες |
| κλητική | μουντζούρη | μουντζούρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουντζούρης < μουντζούρα + -ης
Ουσιαστικό
μουντζούρης αρσενικό
- είδος παιδικού παιχνιδιού με χαρτιά της τράπουλας στο οποίο όποιος χάσει (συνήθως όποιος μείνει τελευταίος με χαρτί στο χέρι) πρέπει να μουντζουρωθεί
- μουτζούρης
Μεταφράσεις
μουντζούρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.