μουντάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουντάρισμα τα μουνταρίσματα
      γενική του μουνταρίσματος των μουνταρισμάτων
    αιτιατική το μουντάρισμα τα μουνταρίσματα
     κλητική μουντάρισμα μουνταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουντάρισμα < μουντάρω + -ισμα < μεσαιωνική ελληνική μουντάρω < ιταλική montare < λατινική mons (βουνό)

Ουσιαστικό

μουντάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.