μουντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μουντάρισμα | τα | μουνταρίσματα |
| γενική | του | μουνταρίσματος | των | μουνταρισμάτων |
| αιτιατική | το | μουντάρισμα | τα | μουνταρίσματα |
| κλητική | μουντάρισμα | μουνταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μουντάρισμα ουδέτερο
- (ιδιωματισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μουντάρω, αιφνιδιαστική επίθεση, εφόρμηση
Μεταφράσεις
μουντάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.