μοσκοβόλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσκοβόλημα τα μοσκοβολήματα
      γενική του μοσκοβολήματος των μοσκοβολημάτων
    αιτιατική το μοσκοβόλημα τα μοσκοβολήματα
     κλητική μοσκοβόλημα μοσκοβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοσκοβόλημα < μοσκοβολώ + -μα

Ουσιαστικό

μοσκοβόλημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.