μοσκάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσκάρι τα μοσκάρια
      γενική του μοσκαριού των μοσκαριών
    αιτιατική το μοσκάρι τα μοσκάρια
     κλητική μοσκάρι μοσκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοσκάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοσκάρι < ελληνιστική κοινή μοσχάριον  και δείτε τη λέξη μοσχάρι

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈska.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοσκάρι

Ουσιαστικό

μοσκάρι ουδέτερο

  • (θηλαστικό ζώο) σπανιότερη μορφή του μοσχάρι

Συγγενικά

  • μουσκάριν (κυπριακά, ποντιακά)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μοσκάρι ουδέτερο

  • (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του μοσχάριον
    άλλες μορφές: μουσκάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.