μορσικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μορσικός η μορσική το μορσικό
      γενική του μορσικού της μορσικής του μορσικού
    αιτιατική τον μορσικό τη μορσική το μορσικό
     κλητική μορσικέ μορσική μορσικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μορσικοί οι μορσικές τα μορσικά
      γενική των μορσικών των μορσικών των μορσικών
    αιτιατική τους μορσικούς τις μορσικές τα μορσικά
     κλητική μορσικοί μορσικές μορσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μορσικός < μορς

Επίθετο

μορσικός, -ή, -ό

  • ο αναφερόμενος -η, -ο σε κώδικα μορς
  • μορσικός φανός, μορσική εκπαίδευση, μορσικό αλφάβητο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.