μορατόριουμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μορατόριουμ < (άμεσο δάνειο) νεολατινική moratorium, ουδέτερο του moratorius < moror < mora < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mere (εμποδίζω, επιβραδύνω, καθυστερώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.ɾaˈto.ɾi.um/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορατόριουμ

Ουσιαστικό

μορατόριουμ ουδέτερο άκλιτο

  • η συμφωνημένη προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επέφεραν επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ δύο πλευρών (προσώπων, κρατών κ.λπ.)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.