μονόκλινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μονόκλινο | τα | μονόκλινα |
| γενική | του | μονόκλινου | των | μονόκλινων |
| αιτιατική | το | μονόκλινο | τα | μονόκλινα |
| κλητική | μονόκλινο | μονόκλινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μονόκλινο ουδέτερο
- δωμάτιο σε ξενοδοχείο, πανσιόν κλπ που έχει ένα μόνο κρεβάτι, που προορίζεται για ένα μόνο άτομο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
