μονοπατάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπατάκι τα μονοπατάκια
      γενική
    αιτιατική το μονοπατάκι τα μονοπατάκια
     κλητική μονοπατάκι μονοπατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοπατάκι < μονοπάτ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι ή και < μεσαιωνική ελληνική μονοπατάκι

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.no.paˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονοπατάκι

Ουσιαστικό

μονοπατάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μονοπάτι



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μονοπατάκι < μονοπάτ(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

μονοπατάκι ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.