μοναχογιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοναχογιός οι μοναχογιοί
      γενική του μοναχογιού των μοναχογιών
    αιτιατική τον μοναχογιό τους μοναχογιούς
     κλητική μοναχογιέ μοναχογιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοναχογιός < μοναχός (μόνος) + γιος

Ουσιαστικό

μοναχογιός αρσενικό

  • ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας, είτε υπάρχουν θηλυκά παιδιά είτε όχι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.