βλώσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βλώσκω 
Παρατατικός  ἔβλωσκον 
Μέλλοντας  βλώξω   μολοῦμαι 
Αόριστος  ἔβλωξα, ἔμολον, ἔβλων 
Παρακείμενος  μέμβλωκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

βλώσκω < μλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος < μολίσκω (έρχομαι μετά κόπου) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

βλώσκω

Συγγενικά

  • ἀγχιβλώς
  • ἀγχίμολος
  • ἀποβλώσκω
  • ἀναβλώσκω
  • ἀντιμολία
  • ἀντιμωλία
  • αὐτόμολος
  • βλωθρός
  • βλῶσις
  • ἐκβλώσκω
  • ἐκπροβλώσκω
  • ἐπίμολος
  • ἐπιπροβλώσκω
  • καταβλώσκω
  • παραβλώσκω
  • προβλώσκω
  • ἀντιμολεῖν
  • μόλησις
  • μολίσκω
  • ὠκύμολος

 και δείτε τη λέξη αὐτομολέω

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.