βλώσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | βλώσκω | |
| Παρατατικός | ἔβλωσκον | |
| Μέλλοντας | βλώξω | μολοῦμαι |
| Αόριστος | ἔβλωξα, ἔμολον, ἔβλων | |
| Παρακείμενος | μέμβλωκα | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- βλώσκω < μλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος < μολίσκω (έρχομαι μετά κόπου) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
βλώσκω
- πηγαίνω, έρχομαι, προχωρώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 190 (στίχοι 190-191)
- ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἴομεν· δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα | ἦμαρ, ἀτὰρ τάχα τοι ποτὶ ἕσπερα ῥίγιον ἔσται.
- Πάμε λοιπόν· η μέρα γέρνει, | σε λίγο θα βραδιάσει, και τότε πέφτει το κρύο τσουχτερό.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο μεταφραστής εννοεί ότι η ημέρα πηγαίνει προς το τέλος της.
- ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἴομεν· δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα | ἦμαρ, ἀτὰρ τάχα τοι ποτὶ ἕσπερα ῥίγιον ἔσται.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 613
- τείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖν,
- που τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσω,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 137
- ἔμολον· τί νέον; τίνα φροντίδ᾽ ἔχεις;
- Ήρθα, νά με! Τί τρέχει; Σαν ποιά έγνοια σε τρώει;
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἔμολον· τί νέον; τίνα φροντίδ᾽ ἔχεις;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 190 (στίχοι 190-191)
Εκφράσεις
- μολὼν λαβέ: έλα να τα πάρεις
- εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί: υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον
Πηγές
- βλώσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλώσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.