μνημονεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μνημονεῖον τὰ μνημονεῖ
      γενική τοῦ μνημονείου τῶν μνημονείων
      δοτική τῷ μνημονεί τοῖς μνημονείοις
    αιτιατική τὸ μνημονεῖον τὰ μνημονεῖ
     κλητική ! μνημονεῖον μνημονεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνημονείω
γεν-δοτ τοῖν  μνημονείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνημονεῖον < μνήμων, μνημον- + -εῖον < μιμνήσκω/μνάομαι

Ουσιαστικό

μνημονεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. μητρώο
  2. κατάστιχο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.