μισθοτροφοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισθοτροφοδοσία οι μισθοτροφοδοσίες
      γενική της μισθοτροφοδοσίας των μισθοτροφοδοσιών
    αιτιατική τη μισθοτροφοδοσία τις μισθοτροφοδοσίες
     κλητική μισθοτροφοδοσία μισθοτροφοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισθοτροφοδοσία < μισθός + -ο- + τροφοδοσία

Ουσιαστικό

μισθοτροφοδοσία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.