μιμήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιμήτρια οι μιμήτριες
      γενική της μιμήτριας των μιμητριών
    αιτιατική τη μιμήτρια τις μιμήτριες
     κλητική μιμήτρια μιμήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μιμήτρια < μιμητής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

μιμήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.