μιλιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μιλιέμαι < παθητική φωνή του μιλάω / μιλώ

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈʎe.me/

Ρήμα

μιλιέμαι, πρτ.: μιλιόμουν(α), στ.μέλλ.: θα μιληθώ, αόρ.: μιλήθηκα, μτχ.π.π.: μιλημένος

  1. (για γλώσσες) ομιλούμαι, χρησιμοποιούμαι
    η γλώσσα αυτή μιλιέται ακόμα στην Ασία
  2. (με άρνηση) (δεν) δέχομαι ούτε ανταλλάσσω κουβέντα με κανέναν λόγω στενοχώριας ή θυμού
    έχασε χτες η ομάδα του και σήμερα δε μιλιέται
  3. (αλληλοπαθητικό) για ανθρώπους που έχουν καλές ή έστω τυπικές σχέσεις, υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους
    είχαν μαλώσει άσχημα, αλλά μετά τα βρήκαν και τώρα μιλιούνται
    μάλωσαν και δεν μιλιούνται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.